Ν. Λυγερός
Όταν έφτασε το τραίνο, όσο παράξενο κι αν φαινόταν, η λύπη έγινε χαρά. Το τραίνο αν και σήμαινε ένα μη επιλεγμένο ταξίδι παρέμεινε ένα μέσον απελευθέρωσης για την αρχή μιας άλλης ζωής που μπορεί να μην είχε πια σχέση με την προηγούμενη, αλλά αποτελούσε τη συνέχεια της και αυτό ήταν σίγουρα παρήγορο για όλα τα παιδιά, τις γυναίκες και τους άντρες που ήταν ικανοί να περπατήσουν σε αυτήν την Περιπατητική Σχολή, όπου δεν είχαν γραφτεί με τη θέλησή τους. Αυτό ήταν γραμμένο στο πεπρωμένο τους, αφού την ώρα του ύπνου άλλοι έγραφαν την ιστορία τους. Κι ήταν όλοι σ’ ένα θεατρικό έργο, όπου αυτοσχεδίαζαν το ρόλο τους, γιατί δεν είχαν διαβάσει το σενάριο και δεν ήξεραν τίποτα για τη σκηνοθεσία που είχαν προβλέψει οι διαπραγματεύσεις στις οποίες δεν συμμετείχαν, αφού κανείς δεν τους είχε καλέσει.
Κύριε, κύριε
Ν. Λυγερός
Ο κόσμος είχε αρχίσει ν’ ανεβαίνει στο τραίνο πάντα σιωπηλός. Και μόλις έβρισκαν τη θέση τους μέσα στο βαγόνι τους, κοίταζαν από το παράθυρο, το σταθμό. Λες και όλη τους η ιστορία είχε καρφωθεί πάνω στην πινακίδα που κατέγραφε με μαύρα γράμματα την Ορεστιάδα, όπως ήταν από παλιά. Έτσι το βλέμμα αντίκρισε και την κυρία με το παράξενο καπέλο. Στεκόταν ακίνητη, δίπλα από το μικρό της μπαούλο και φώναζε όσο πιο δυνατά γινόταν.
-Κύριε; Κύριε.
Κι εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε την εκκλησία. Προσπαθούσε να βρει κάποιον από το τραίνο να τη βοηθήσει να κουβαλήσει το πολύτιμο φορτίο της. Δεν το είχε ζητήσει σε κανέναν άλλο επιβάτη. Ντρεπόταν. Και τώρα ανάμεσα στο σταθμό και στο τραίνο φώναζε για τη δικαιοσύνη.
-Κύριε, κύριε.
Τότε ο Δάσκαλος κι ο μαθητής που ήταν ακόμα στο σταθμό για τη μελέτη τους είδαν τον υπάλληλο με τη στολή του να έρχεται προς το μέρος της.