Ν. Λυγερός
Όλοι κοίταζαν από τα παράθυρα. Ο σταθμός είχε αδειάσει σαν μια σκακιέρα στο τέλος της παρτίδας. Μόνο ο σταθμάρχης είχε μείνει για να δώσει το σήμα στον οδηγό που περίμενε υπομονετικά για να ξεκινήσει τη μηχανή που συγκρατούσε με κόπο. Τελικά ακούστηκε το σφύριγμα κι ο σιδηρόχρονος ξεκίνησε. Τότε ο Δάσκαλος θυμήθηκε το Παρίσι… ο κρίκος είχε κλείσει. Ο νέος κύκλος είχε αρχίσει. Μέσα στα βαγόνια ο κόσμος ήταν σιωπηλός. Δεν είχε κανένα να χαιρετήσει. Η άφιξη και η αναχώρηση είχαν αγγίξει η μία την άλλη στο ίδιο σημείο του χωροχρόνου, ενώ ήταν αδιανόητο. Ήταν σαν να είχε κλέψει το Χρόνο κάποιος αόρατος κλέφτης που ήθελε να γράψει την ιστορία με τον δικό του τρόπο. Έτσι ξεκίνησε η πρώτη διακλάδωση.
*Νοητικό σοκ.
Το παρελθόν και το μέλλον ήταν πια μαζί. Αυτό ήταν το νοητικό σχήμα της αποστολής.
Αναδρομή στο παρελθόν
Ν. Λυγερός
Στο σταθμό των Παρισίων, το τραίνο ετοιμαζόταν να φύγει προς Ανατολή, στην Κωνσταντινούπολη. Ο κόσμος δεν έφευγε για τους ίδιους λόγους αλλά η Κυρία με το παράξενο καπέλο ήταν ήδη εκεί. Είχε ραντεβού με έναν άγνωστο. Εκεί την είχε δει για πρώτη φορά ο Δάσκαλος, όταν δεν υπήρχε ακόμα ο μαθητής. Κρατούσε στο χέρι ένα φάκελο που ξεχώριζε. Έπρεπε να τον παραδώσει λίγο πριν φύγει για το εξωτερικό. Το βλέμμα της ήταν άδειο σαν μια σκακιέρα δίχως κομμάτια κι ο Δάσκαλος αναρωτιόταν αν ήταν ένα πιόνι και μόνο. Ο άγνωστος δεν της μίλησε, αλλά τον αναγνώρισε. Η στολή του ήταν κοσμική αλλά οι κινήσεις του έδειχναν ότι ήταν παπάς. Πήρε τον φάκελο κι αμέσως μετά η Κυρία κατευθύνθηκε προς το τραίνο. Όταν ανέβηκε τα σκαλιά, γύρισε πίσω κι είδε τον Δάσκαλο που είχε το βλέμμα του καρφωμένο πάνω της. Αγχώθηκε για μια στιγμή, αλλά μετά κατάλαβε ότι ήταν μαζί της. Χαμογέλασε και χάθηκε μέσα στο βαγόνι.